- ιδιόρρυθμος
- η , ο [ος , ον ] своеобразный, оригинальный; своенравный (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἰδιόρρυθμος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιόρρυθμος — η, ο επίρρ. α 1. ιδιότυπος: Ιδιόρρυθμος ναός. 2. ιδιότροπος, παράξενος: Ιδιόρρυθμος άνθρωπος. 3. «ιδιόρρυθμα μοναστήρια», αυτά που δεν είναι κοινόβια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιδιόρρυθμος — η, ο (ΑΜ ἰδιόρρυθμος, ον) αυτός που έχει ιδιαίτερο τρόπο ζωής νεοελλ. ιδιότροπος, αλλιώτικος, παράξενος νεοελλ. μσν. φρ. «ιδιόρρυθμα μοναστήρια» τα μοναστήρια στα οποία οι μοναχοί επιτρέπεται να έχουν ατομική περιουσία και να τρώνε μόνοι στα… … Dictionary of Greek
ἰδιορρύθμως — ἰδιόρρυθμος adverbial ἰδιόρρυθμος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιόρρυθμον — ἰδιόρρυθμος masc/fem acc sg ἰδιόρρυθμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιόρρυθμοι — ἰδιόρρυθμος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γουργούρισμα — το [γουργουρίζω] 1. (για τα στενόλαιμα αγγεία) ιδιόρρυθμος ήχος κατά το άδειασμα τού νερού 2. (για τα έντερα) ιδιόρρυθμος ήχος λόγω τής μετακινήσεως τών αερίων … Dictionary of Greek
ιδιότροπος — η, ο (ΑΜ ἰδιότροπος, ον) 1. αυτός που ζει, σκέπτεται και ενεργεί διαφορετικά από τους άλλους, ο ιδιόρρυθμος (α. «ιδιότροπος άνθρωπος» β. «ἰδιότροπος φύσις», Διόδ.) 2. ο ασυνήθιστος («ιδιότροπο χτένισμα») νεοελλ. δύστροπος, κακότροπος, στρυφνός.… … Dictionary of Greek
Mount Athos — Ἅγιον Ὄρος Agion Oros (Αυτόνομη Μοναστικὴ Πολιτεία Ἁγίου Ὄρους) Aftonomi Monastiki Politia Agiou Orous location of Mount Athos in Greece … Wikipedia
αήθης — ες (Α ἀήθης) ασυνήθιστος, ιδιόρρυθμος, παράξενος νεοελλ. ανάρμοστος, απρεπής αρχ. 1. αυτός που δεν είναι συνηθισμένος σε κάτι, εξοικειωμένος με κάτι 2. (για έργα, συγγράμματα κ.λπ.) αυτός που δεν εχει ήθος ή χαρακτήρα 3. επίρρ. ἀήθως απροσδόκητα … Dictionary of Greek
αλλιώτικος — η, ο 1. αυτός που εμφανίζει αλλοίωση, αλλαγή, ο διαφορετικός 2. ιδιόρρυθμος, αλλόκοτος 3. επίρρ. αλλιώτικα αλλιώς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλιώς* + ώτικος (παραγ. κατάλ. εθνικών κυρίως ονομάτων: ηπειρώτικος, ρουμελιώτικος κ.λπ.). ΠΑΡ. νεοελλ. αλλιωτεύω] … Dictionary of Greek